ανάγερτα

ανάγερτα
επίρρ. [αναγερτός]
ανάδιπλα, ανάποδα οξύτ. αναγερτά
γερτά, πλαγιαστά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναγερτός — και αναγειρτός, ή, ό 1. αυτός που κλίνει ελαφρά προς τα κάτω, ο επικλινής 2. ο ελαφρά ξαπλωμένος ή γερμένος προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω. ΠΑΡ. ανάγερτα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”